- σύγκοσμος
- ὁ, Α(στην Πραίσο τής Κρήτης) αυτός που έχει μαζί με κάποιον άλλο το αξίωμα τού διοικητή.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -κόσμος (< κόσμος «ένας από τους δέκα ανώτατους άρχοντες τών δωρικών πολιτευμάτων στην Κρήτη»)].
Dictionary of Greek. 2013.